Facebook Instagram Twitter YouTube

Recent

Διαφημίσεις

Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2017

Ὅταν δαψιλῶς ἔσκεπε ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ...

 ( ἤ, Ἀλησμόνητες εἰκονες τοῦ χθές)

«....οἱ ἄνθρωποι ὅλοι κατεκοιμήθησαν καὶ ἡ ἀμυδρὰ γλυκεῖα ἀπολαμπὴ τῶν κανδηλίων, ὁποὺ φέγγουν ἐμπρὸς εἰς τὰ παλαιὰ εἰκονίσματα τῶν ἀμαυρῶν μελαγχολικῶν Ἁγίων, ἐξέρχεται ἀπὸ τοὺς μικροὺς φεγγίτας», ( Ἀλ. Παπαδιαμαντης)

Εἶναι ἀλήθεια πιά, πὼς στὶς μέρες μας, νυχτερινὲς σκηνὲς σὰν ἀυτὲς ποὺ μᾶς διασώζει ἡ ἄχραντη γραφίδα τοῦ γείτονα λογοτέχνη, μοιάζουν σὰν ψεύτικες ἤ ἔστω τοῦ παραμυθιοῦ κάποιο κομματι. Κι ὅμως, ὅσοι τὶς ζήσαμε, σὲ ἄλλους καιροὺς καὶ χρόνους, δοξάζουμε τὸ Θεὸ γιὰ τὴ δωρεὰ αὐτἠ. Ἄλλωστε, πιστεύω, πὼς κι ὁ Παπαδιαμάντης τυχαῖα δὲν τὶς ἀποθανατισε, καθὼς τὶς συνέκρινε μὲ κεῖνες τὶς ὀλόφωτες Ἀθηναικὲς νυχτες.
Μὲ συγκίνηση, λοιπόν, θυμᾶμαι τὰ χειμωνιάτικὰ τὰ βράδυα στὸ χωριό μας, τὰ ἀχνοφωτισμένα παραθυρα νὰ ἀκτινοβολοῦν ἕνα ἰλαρό, χρυσαφένιο καὶ γλυκὸ φῶς, ποὺ περίσσευε ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ χάριζε ἠ μοναδικὴ ἡ λάμπα τοῦ πετρελαίου. Πάντα μὲ χαμηλωμένη φλόγα, ἴσα-ἴσα νὰ φέγγει-γιατὶ σὲ περίπτωση ποὺ ὑψώνονταν περισσότερο ὑπῆρχε κίνδυνος νὰ σπάσει τὸ λαμπογυάλι. Κι ἦταν μεγαλη παραμυθία αὐτὴ ἡ ταπεινὴ φωτεινὴ ἀνασα μέσα στὸ χειμωνιάτικὸ βράδυ γιὰ τὸν καθυστερημένο ὀδοιπόρο, ποὺ βιάζονταν νὰ μαζευτεῖ στὸ φωχικό. Κι ὔστερα, σὰν ψήλωνε πιὸ πολὺ ἡ νύχτα καὶ τὸ σκοτάδι ἀνακατεύονταν μὲ τὸ ἀνεμόβροχο, τόχε χαμήλωνε στὸ ἐλαχιστο τὸ φῶςς τῆς λάμπας ἤκι ἔσβυνε γιὰ οἰκονομία καὶ στὸ σπίτι δέσποζε τὸ φῶς τοῦ καντηλιοῦ ἀπὸ τὴν ἑπερινὴ τὴν ὥρα ἴσαμε ἀργὰ τὴ νύχτα. Ναί, ἐκεῖνο τὸ ἀσθενικὸ φῶς, τὸ ὀλόχρυσο-λὲς καὶ ἀκτινοβολοῦσε ἀπὸ τὰ τὰ φωτοστέφανα τῶν Ἁγίων-ἐκεῖνο τὸ φῶν ποὺ τρεμόπαιζε σὰ φοβισμένο ὅταν κροταλιζε τὸ ἀνεμόβροχο τὰ πορτοπαράθυρα , ἦταν αὐτὸ ποὺ κράτησε συντροφιὰ στὸν ἄρρωστο, στὸ φοβισμένο παιδί, στὴν ἄγρυπνη μάνα ποὺ ἀγωνιοῦσε γιὰ τὸ γιό της ποὺ ταξίδευε, στὸ φτωχὸ πατέρα ποὺ συλλογιζόταν πὼς νὰ ἑτοιμασει τὴν προίκα γιὰ τὴ θυγατέρα...
Ὅλους αὐτοὺς συντροφευε ἡ φτωχή, εἰρηνική κι ἅγια φλόγα τοῦ καντηλιοῦ, ἡ ὁποία,  μαζὶ μὲ τὶς ὅποιες ἰκεσίες καὶ προσευχές τους, γαλήνευαν τὴ ψυχή, καὶ,  περισσότερο,  τῆς θεμελιωναν, ὅλο καὶ βαθύτερα τὴν ἐμπιστοσύνη τους στὸ Θεό. Πῶς, λοιπόν, νὰ μὴν τοὺς σκέπει ἡ Χάρις Του;

π. κ. ν. κ       
Κοινοποίηση