Σιωπηλὴ προσέρχεται
ἡ Μνήμη ἀπόψε σὲ μιὰν ἀδειανὴ ἐκκλησιά,
σὲ μιὰ λησμονημένη ἐνορία ποὺ στέκει
ὄρθια ἀναμεσα σὲ ἐρεἰπια καὶ
χορταριασμένα μονοπάτια. Γιατὶ στὴν
ξεχασμένη αὐτὴ ἐκκλησιά, ποὺ πανηγυρίζει
αὔριο, ἑόρτὴ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων
ἔχουν ἀποταμιευτεῖ ὅλες οἱ εὐλογημένες
ἀναμνήσεις, ποὺ στάθηκαν θεμέλιο ἰκανὸ
ἑξήντα τόσα χρόνια στὸν βίο καὶ στὴ
διακονία τοῦ ὑποφαινόμενου.
Ξαναβλέπει τὸ
μισοφωτισμένο ἱερὸ Βῆμα, ποὺ εὐωδίαζε
θυμίαμα καὶ λάδι ἐλιᾶς, παρατηρεῖ
τοὺς ὁμίλους τῶν εὐλαβῶν Γλωσσιωτῶν
ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὸ γειτονικὸ τὸ
χωριό, ζεῖ τὴν πίστη καὶ τὶς ἰκεσίες
τῶν ἁπλοϊκῶν γυναικῶν ποὺ κομίζουν
τὰ πρόσφορα σὲ φρεσκοσιδερωμένα
«μισάλια» κι ὕστερα κοιτάζει μὲ πόση
προσοχὴ κάποιες προσπαθοῦν νὰ
πραγματοποιήσουν τὸ τάμα τους, δηλαδή,
νὰ «ζώσουν» τὸ ναὸ μὲ κερί, ποὺ εἶναι
νῆμα-μέτρα ὁλόκληρα- βουτηγμένο σὲ
λιωμένο κερί...
Στὸ τραπέζι πάντα
αὐτὴ τὴ μέρα βρισκόταν τὸ κατάλευκο
τὸ κόλυβο μὲ τὰ χαριτωμένα στολίδια
του, πρὸς τιμὴν πάντα τῶν Ἁγίων, μὰ
πιὸ πολὺ ἡ χαρὰ τῶν παιδιῶν.Γιατὶ
ἦταν ἕνα ἀξεπέραστο καὶ μοναδικὸ
γλύκισμα.
Κι ἄλλα ἔρχονται
στὸ νοῦ. Πολλὰ καὶ ποικίλα ποὺ σταλάζουν
στὴν ψυχὴ παραμυθία καὶ τρυφερότητα.
Τὰ χρόνια μπορεῖ νὰ
πέρασαν. Καὶ μάλιστα τόσο βιαστικὰ καὶ
φορτωμένα μὲ ὄνειρα, προβλήματα, ταραχὲς
καὶ μὲ ὧρες, μέρες, βδομάδες ὁλάκερες,
ποὺ ἦταν στεγνὲς ἀπὸ ἀνθρωπιὰ καὶ
φιλοτιμία. Ὡστόσο, ποτὲ δὲ λησμονήθηκε
ἐκείνη ἡ φτωχικὴ ἐκκλησιά, ποὺ τὴ
νοιώθεις πάντα νὰ χωνεύει μὲσα στὸν
βαθὺ τὸν Ὄρθρο, μὲ τὶς σκιὲς τῶν
ἐνοριτῶν, τῶν ἐπιτρόπων, τοῦ καλού τοῦ ἱερέα νὰ σοῦ παραστέκουν, ὡς ἄλλι
προσμονάριοι καὶ μὲ τὶς προσευχές
τους στοὺς θαυματουργοὺς Ἁγίους νὰ
θεραπέυουν τὶς ὅποιες σου πληγές.