Facebook Instagram Twitter YouTube

Recent

Διαφημίσεις

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015

Μιὰ πε­ρι­ή­γη­ση στὴ Χώ­ρα τῆς Σκο­πέ­λου μὲ ὁ­δη­γὸ τὴν ἱ­στο­ρί­α

            Βη­μα­τί­ζον­τας μὲ νο­σταλ­γί­α στὸν τό­πο καὶ τὴν ἱ­στο­ρί­α του  (Α’μέρος).
                      ( Μιὰ πε­ρι­ή­γη­ση στὴ Χώ­ρα τῆς Σκο­πέ­λου μὲ ὁ­δη­γὸ τὴν ἱ­στο­ρί­α)

Στὴν ἱ­ε­ρὴ μνή­μη Εὐ­γε­νί­ου Ἀρ­χι­ε­ρέ­ως, ἐ­σχά­του ποι­με­νάρ­χου τῆς Ἐ­πι­σκο­πῆς Σκιά­θου καὶ Σκο­πέ­λου καὶ τῶν προ­κα­τό­χων Αὐ­τοῦ.


Eνα­σχο­λού­με­νος πά­νω ἀ­πό τρεῖς δε­κα­ε­τί­ες μὲ τὴν ἱ­στο­ρι­κὴ δι­α­δρο­μὴ τῆς Σκο­πέ­λου, ἀλ­λὰ καὶ δι­α­πι­στώ­νον­τας πὼς οἱ συμ­πο­λί­τες μου, ἰ­δι­αί­τε­ρα τῆς Χώ­ρας, ἀ­γνο­οῦν πολ­λὰ καὶ ση­μαν­τι­κὰ ἱ­στο­ρι­κὰ ζη­τή­μα­τα καὶ μαρ­τυ­ρί­ες, θε­ώ­ρη­σα κα­λὸ νὰ γρά­ψω αὐ­τὴ τὴ μι­κρὴ με­λέ­τη. Με­λέ­τη ποὺ πα­ρου­σιά­ζει πολ­λὰ καὶ ἄ­γνω­στα ἱ­στο­ρι­κὰ στοι­χεῖ­α, τὰ ὁ­ποῖ­α προ­έρ­χον­ται κυ­ρί­ως ἀ­πό ἀ­δη­μο­σί­ευ­τες ἤ ἀ­θη­σαύ­ρι­στες πη­γές. Μά­λι­στα, ἐ­πει­δὴ στὸ μέλ­λον κά­ποι­οι μπο­ρεῖ νὰ σκύ­ψουν μὲ με­γα­λύ­τε­ρο με­ρά­κι πά­νω στὰ ὅ­σα πα­ρου­σιά­ζω, γι᾿ αὐ­τὸ καὶ μνη­μο­νεύ­ω, στὸ τέ­λος τῆς με­λέ­της μου, τὶς πη­γές μου, ποὺ εἶ­ναι ὄν­τως κου­ρα­στι­κὲς γιὰ τὸν ἁ­πλὸ ἀ­να­γνώ­στη, ὡ­στό­σο τό­σο χρή­σι­μες γιὰ τὸν κά­θε ἐ­ρευ­νη­τή. Φυ­σι­κὰ δὲν θὰ γί­νει λό­γος γιὰ τὴ χρο­νι­κὴ πε­ρί­ο­δο ἀ­πό τὶς ἀρ­χὲς τοῦ 20ου αἰ. μέ­χρι σή­με­ρα, για­τὶ πι­στεύ­ω πὼς μὲ αὐ­τὰ πρε­πει ν᾿ ἀ­σχο­λη­θοῦν ἄλ­λοι καὶ πιὸ νε­ώ­τε­ροι ἀ­πό τὸν ὑ­πο­φαι­νό­με­νο.
Ἄν τώ­ρα ἀ­να­φέ­ρο­μαι μό­νο στὴ Χώ­ρα τοῦ νη­σιοῦ μας κι ὄ­χι στὰ ὑ­πό­λοι­πα χω­ριά, αὐ­τὸ τὸ κά­νω, ἐ­πει­δὴ πα­ρου­σιά­ζει με­γα­λύ­τε­ρο ἐν­δι­α­φέ­ρον, ἀ­ξί­ζει τῆς προ­σο­χῆς καὶ πά­νω ἀπ᾿ ὅ­λα τῆς εὐ­αι­σθη­σί­ας μας. Ἄν φυ­σι­κὰ τὸ ἐ­πι­θυ­μοῦ­με…

                        «Τώ­ρα διὰ τὴν Σκό­πε­λον ἐ­γὼ θὰ ὁ­μι­λή­σω..
                      Κ᾿ ἡ Σκό­πε­λος εἰς τὰ νη­σιὰ εἶ­ναι ἡ μι­κρο­τέ­ρα
                   ἀ­πό πολ­λὰ με­γά­λα δὲ εἶ­ναι ἡ καλ­λι­ω­τέ­ρα» (Και­σά­ριος Δα­πόν­τες, Κῆ­πος Χα­ρί­των, κεφ. στιχ.)

 Τὸ λιμάνι - οἱ ταρσανάδες
Ἡ πε­ρι­ή­γη­σή μας ἄς ἀρ­χί­σει λοι­πὸν μὲ πρῶ­το καὶ βα­σι­κὸ ση­μεῖ­ο ἐκ­κί­νη­σης τὴν πα­ρα­λί­α. Ἐ­κεῖ δη­λα­δὴ ποὺ ὑ­πῆρ­χε τὸ ὀ­νο­μα­στὸ ναυ­πη­γεῖ­ο «τὸ κα­τὰ τὴν ἄμ­μον» καὶ τὸ ὁ­ποῖ­ο λει­τούρ­γη­σε σὲ ἐ­πο­χὲς ἀκ­μῆς τῆς ἐμ­πο­ρι­κῆς ναυ­τι­λί­ας τῆς Σκο­πέ­λου. Δὲν εἶ­ναι δὲ ὑ­περ­βο­λὴ νὰ ποῦ­με ὅ­τι τὴν ἀρ­χον­τιὰ καὶ τὴν ὅ­ποι­α πο­λι­τι­στι­κὴ προ­σφο­ρὰ ἔ­χει νὰ ἐ­πι­δεί­ξει ἡ Σκό­πε­λος στὰ χρό­νια τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας, μέ­χρι τὶς ἀρ­χὲς τοῦ 20ου αἰ., στὴν ἐμ­πο­ρι­κὴ της ναυ­τι­λί­α τὰ ὀ­φεί­λει. Ὁ­πό­τε καὶ ἡ ὕ­παρ­ξη τοῦ ναυ­πη­γεί­ου, τοῦ πε­ρί­φη­μου ταρ­σα­νᾶ μὲ τοὺς φη­μι­σμέ­νους Σκο­πε­λί­τες κα­ρα­βο­μα­ραγ­κοὺς δι­και­ο­λο­γεῖ­ται ἀ­πό­λυ­τα. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ἡ πα­ρα­λί­α αὐ­τὴ ἔ­χει δεῖ δό­ξες καὶ ἔ­χει προ­σφέ­ρει τό­σες καὶ τό­σες τι­μὲς στὴ Χώ­ρα, ὥ­στε ἀ­δι­αμ­φι­σβή­τη­τα εἶ­ναι ἔ­νας χῶ­ρος ἱ­στο­ρι­κῆς μνή­μης καὶ πο­λι­τι­στι­κῆς προ­σφο­ρᾶς. Πα­ράλ­λη­λα θὰ χρεια­στεῖ νὰ ὑ­πεν­θυ­μί­σω καὶ δύ­ο γε­γο­νό­τα ποὺ συν­δέ­ον­ται μὲ τὸν ἀ­κρο­θα­λάσ­σιο αὐ­τὸ χῶ­ρο.
Τὸ πρῶ­το εἶ­ναι ἡ κα­τα­στρο­φὴ τῶν Σκο­πε­λί­τι­κων κα­ρα­βι­ῶν τὸν Ἀ­πρί­λιο 1813, ὅ­ταν φορ­τω­μέ­να μὲ κρα­σιὰ ἑ­τοι­μά­ζον­ταν νὰ τὰ με­τα­φέ­ρουν στὰ λι­μά­νια τῆς Ρω­σί­ας, στὴ Πό­λη, στὴ Βε­νε­τί­α, στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη, ἀ­κό­μα καὶ στὸ Μι­σίρ, τὴν Αἴ­γυ­πτο. Ξαφ­νι­κὴ φουρ­τού­να ὅ­μως τὰ κα­τέ­στρε­ψε βυ­θί­ζον­τας τὸ νη­σὶ στὸ πέν­θος.
Τὸ δεύ­τε­ρο ἔ­χει σχέ­ση μὲ τὴ δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ πρώ­του κυ­μα­το­θρά­υ­στη τοῦ λι­μα­νιοῦ, τοῦ ὁ­ποί­ου ὁ θε­μέ­λιος λί­θος τέ­θη­κε στὶς 6 Αὐ­γού­στου τοῦ 1856, ἐ­πὶ τῶν ἡ­με­ρῶν τῆς Ἐ­παρ­χεί­ας τοῦ Π. Καλλι­γᾶ καὶ Δη­μαρ­χεί­ας τοῦ Δημ. Φαλ­κί­δη. Τό­τε δὲ ἦ­ταν ποὺ σχε­δι­ά­στη­κε καὶ τὸ πρῶ­το ἡ­λια­κὸ ρο­λό­ι ἀ­πό τὸν λό­χα­γὸ Λ. Πάγ­κα­λο καὶ στή­θη­κε στὴ πα­ρα­λί­α, κατὰ πληροφορίες, στὸν τοῖχο τοῦ σπιτιοῦ ποὺ ἀνῆκε στὸν Βαγγέλη Κρικίδη. Σή­με­ρα κα­νεὶς δὲ γνω­ρί­ζει τὶ ἀ­πέ­γι­νε…..
Μὲ ἔ­να θαῦ­μα συν­δέ­ε­ται τὸ τρί­το γε­γο­νός, ποὺ συ­νέ­βη τὸν και­ρὸ τοῦ Ἀ­γώ­να. Πρό­κει­ται γιὰ τὸ θαῦ­μα ποὺ ἔ­γι­νε τὸν Ἀ­πρί­λιο τοῦ 1824 ἀ­πό τὸν  Ἅ­γιο Μερ­κού­ριο καὶ κα­τα­στρά­φη­κε ὀ τουρ­κι­κὸς στό­λος στ᾿ ἀ­νοι­χτὰ τῆς Σκο­πέ­λου.  Αὐ­τὴ ἡ ἄ­γνω­στη θε­ο­ση­μί­α, δυ­στυ­χῶς, εἶ­ναι ἄ­γνω­στη σή­με­ρα.
Πα­ρα­μέ­νου­με ὅ­μως στὴν πε­ρι­ο­χὴ τῆς πα­ρα­λί­ας, γιὰ νὰ θυ­μί­σου­με ὅ­τι λί­γο πιὸ πέ­ρα, με­τὰ τὴν Ἀμ­πε­λι­κὴ καὶ τὸ Ἀ­σκλη­πι­εῖ­ο, ὑ­πῆρ­χαν τὰ βα­φεῖ­α, τὰ γνω­στὰ μέ­χρι σή­με­ρα «Μπο­γι­α­τζί­δι­κα». Βά­φα­νε, ἄ­ρα­γε τὰ κα­ρά­βια ἐ­κεῖ ἤ τὰ νή­μα­τα καὶ ἄλ­λα εἴ­δη ρου­χι­σμοῦ; Για­τὶ δὲν πρέ­πει νὰ λη­σμο­νοῦ­με πὼς καὶ μέ­σα στὴ Χώ­ρα ὑ­πῆρ­χαν βα­φεῖ­α, ὅ­πως π. χ. τὸ βα­φεῖ­ο τῆς μο­νῆς τοῦ Ἀ­γί­ου Ρη­γί­νου κον­τὰ στὴν Ἐ­λευ­θε­ρώ­τρια.
Λί­γο πιὸ δῶ, «στὰ κα­λά­μια», πρέ­πει νὰ θυ­μί­σου­με πὼς ὑ­πῆρ­χε ἀ­νε­μό­μυ­λος, τοῦ ὁ­ποί­ου τὰ ἐ­ρεί­πια φαί­νον­ται μέ­σα στὴ θά­λασ­σα. Εἶ­ναι δὲ ὁ γνω­στὸς μῦ­λος τοῦ Μου­στά­κα. Μά­λι­στα πρε­έ­πει νὰ ποὺ­με, πὼς ἐ­κεῖ, στὰ τέ­λη τοῦ 19ου μὲ ἀρ­χὲς τοῦ 20ου αἰ. ὑ­πῆρ­χε καὶ ναυ­πη­γεῖ­ο.
  Κα­θὼς ἀ­νη­φο­ρί­ζου­με τώ­ρα ἀ­πό τὴν πα­ρα­λί­α πρὸς τὰ μέ­σα, ἀ­νοί­γον­ται μπρο­στά μας οἱ μι­κροὶ μα­χα­λά­δες, ὅ­πως ἔ­λε­γε κι ἔ­γρα­φε τὶς μι­κρὲς ἐ­νο­ρια­κὲς κοι­νό­τη­τες, ἕν­τε­κα τὸν ἀ­ριθ­μὸ τὸν 19ο αἰ καὶ πα­λί­ο­τε­ρα, ὁ τό­τε Ἐ­πί­σκο­πος Εὐ­γέ­νιος καὶ τε­λευ­ταῖ­ος ποι­με­νάρ­χης τῆς  Ἐ­πι­σκο­πῆς ποὺ πε­ρι­ε­λάμ­βα­νε τὰ νη­σιὰ, Σκιά­θο, Σκό­πε­λο κι Ἁ­λόν­νη­σο ἤ Λι­α­δρό­μια.  Μά­λι­στα, γιὰ  κα­ποι­ο χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα στὴν ἐ­πι­σκο­πὴ αὐ­τὴ ἀ­νῆ­κε καὶ τὸ Τρί­κε­ρι, γιὰ λί­γο μό­νο, μέ­χρι τὸ 1824-25.

Ἐνορίες - Ἁγ. Νικόλαος
Πρώ­τη ἐ­νο­ρί­α ἦ­ταν τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου στὸ Για­λὸ, με­τό­χι πα­λιὰ, τὸν 17ο -18ο αἰ. τῆς μο­νῆς τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος Σου­βριᾶς ποὺ βρί­σκε­ται στὸ Πή­λιο. Τὸ ση­μαν­τι­κὸ μά­λι­στα σ᾿ αὐ­τὴ τὴν ἐ­νο­ρί­α ἦ­ταν ὅ­τι ἐ­κεῖ πρέ­πει νὰ φι­λο­ξε­νή­θη­κε ἡ κά­ρα τοῦ ὁ­σί­ου Γε­ρα­σί­μου τοῦ νέ­ου, τοῦ ἐν Μα­κρυ­νί­τσης, τὴν ὁ­ποί­α κά­λε­σαν οἱ Σκο­πε­λί­τες γιὰ πνευ­μα­τι­κὴ ἐ­νί­σχυ­ση καὶ γιὰ τὴν «λοι­μι­κὴν νό­σον» ποὺ τοὺς τυ­ραν­νοῦ­σε. Ἄλ­λω­στε, πρὸς τι­μὴν τοῦ ὀ­σί­ου καὶ γιὰ εὐ­γνω­μο­σύ­νη γιὰ τὸ κα­λὸ ποὺ ἔ­λα­βαν, κα­τα­σκεύ­α­σαν μὲ ἔ­ξο­δά τους τὴν ἐ­πάρ­γυ­ρη θή­κη μέ­σα στὴν ὁ­ποί­α εἶ­ναι το­πο­θε­τη­μέ­νη ἡ κά­ρα τοῦ ὀ­σί­ου.
Ἄλ­λη μαρ­τυ­ρί­α γιὰ τὸν Ἅ­γιο Νι­κό­λα­ο εἶ­ναι ἡ ἐ­ξῆς: Οἱ ἐ­κλο­γὲς γιὰ τοὺς ἀν­τι­προ­σώ­πους ποὺ θὰ πα­ρί­σταν­το στὶς Ἐ­θνο­συ­νε­λεύ­σεις, τὸν και­ρὸ τοῦ Ἀ­γώ­να,  πραγ­μα­το­ποι­οῦν­ταν ἐ­κεῖ, με­τὰ ἀ­πό κά­ποι­α τε­λε­τὴ, ἴ­σως καὶ θεί­α Λει­τουρ­γί­α, ὅ­πως μαρ­τυ­ροῦν οἱ πη­γές.
Λί­γο πιὸ πέ­ρα ἀ­πό τὸν Ἅ­γιο Νι­κό­λα­ο εἶ­ναι μιὰ ἄλ­λη ἐ­νο­ρί­α, τῶν Ἁ­γί­ων Μερ­κου­ρί­ου καὶ Αἰ­κα­τε­ρί­νης.Πρό­κει­ται γιὰ ἕ­να ἀ­πέ­ριτ­το ἐκ­κλη­σά­κι, κα­θὼς φαί­νε­ται, μὲ φω­τει­νή ὡ­στὀ­σο ἱ­στο­ρί­α, ἡ ὁ­ποί­α καὶ ἐν­το­πἰ­ζε­ται σὲ κά­ποι­α ἄ­γνω­στα μέ­χι σή­με­ρα τεκ­μή­ρια. Τεκ­μή­ρια πο­λι­τι­σμοῦ καὶ προ­σφο­ρᾶς. Για­τὶ ναὶ, ὁ Ἅ­γιος Μερ­κού­ριος ὑ­πῆρ­ξε ἐ­νο­ρί­α μέ­χρι τὸ 1830 -31, ὅ­μως ἐ­κτὸς ἀ­πό ἐ­νο­ρια­κὴ κοι­νό­τη­τα ἦ­ταν καὶ ἔ­να μι­κρὸ πο­λι­τι­στι­κὸ κέν­τρο τῆς Σκο­πέ­λου, ἀ­φοῦ στὸ κελ­λὶ ποὺ ἦ­ταν δί­πλα, ἐ­κεῖ ποὺ εἶ­ναι σή­με­ρα ἡ μι­κρὴ αὐ­λὴ, ὑ­πῆρ­χε στὰ χρό­νια τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Ἐ­πα­να­στά­σε­ως ἁ­γι­ο­γρα­φι­κὸ ἐρ­γα­στή­ριο, τῶν ὀ­νο­μα­στῶν Γα­λα­τσά­νων Ἁ­γι­ο­γρά­φων Μα­κα­ρί­ου ἱ­ε­ο­μο­νά­χου, Θα­λασ­σί­ου ἰ­ε­ρέ­α καὶ Βε­νια­μὶν μο­να­χοῦ. Καὶ οἱ τρεῖς, μα­ζὶ μὲ ἔ­ναν ἀ­κό­μα ἀ­δελ­φὸ, τὸν ἱ­ε­ρο­μό­να­χο Ζα­χα­ρί­α­ἦ­ταν ἀ­νε­ψιοὶ τοῦ φη­μι­σμέ­νου Μα­κα­ρί­ου μο­να­χοῦ ἀ­πό τὴ Γα­λά­τι­στα τῆς Χαλ­κι­δι­κῆς. Κον­τὰ στὸ θεῖ­ο τους ἔ­μα­θαν λοι­πόν τὴν τέ­χνη τῆς ἀ­γι­ο­γρα­φί­ας καὶ ὡς φαί­νε­ται οἱ ἄ­γα­μοι, Βε­νια­μίν, Ζα­χα­ρί­ας καὶ Μα­κα­ριος ἐγ­κα­τα­στά­θη­καν στὸ ὄ­νο­μα­στὸ κελ­λὶ τοῦ Γε­νε­σί­ου τῆς Θε­ο­τό­κου, τὸ ἐ­πῖ­λε­γό­με­νο τῶν Μα­κα­ραί­ων, ποὺ βρί­σκε­ται στὶς Κα­ρυ­ὲς, πί­σω ἀ­πό τὸν Ο. Τ.Ε καὶ ἀ­νή­κει στὴ Μο­νὴ τοῦ Κα­ρα­κάλ­λου. Ὁ πα­πα-Θα­λάσ­σιος, ὡς ἔγ­γα­μος, φαί­νε­ται πὼς ἔ­μει­νε στὴ Γα­λά­τι­στα.
Με­τὰ τὰ γε­γο­νό­τα τοῦ Νο­εμ­βρί­ου τοῦ 1821 καὶ τὴν ὑ­πο­τα­γὴ τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους στοὺς Τούρ­κους φεύ­ουν ὅ­λοι κι ἔρ­χον­ται, μα­ζὶ μὲ ἄλ­λους ἁ­γι­ο­ρεῖ­τες πα­τέ­ρες καὶ Κασ­σαν­δρι­νοὺς πά­ροι­κους στὴ Σκιά­θο. Ἐ­κεῖ πε­θαί­νει ὁ πα­πα-Ζα­χα­ρί­ας, τὸν ὁ­ποῖ­ο καὶ θά­βουν πί­σω ἀ­πό τὸ να­ὸ τῆς Ἀ­γί­ας Τριά­δος, ἐ­νῶ οἱ Ὑ­πό­λοι­ποι ἐ­να­σχο­λοῦν­ται μὲ τὴν ἁ­γι­ο­γρά­φη­ση τοῦ ἱ­ε­ροῦ Βή­μα­τος τοῦ Κα­θο­λι­κοῦ τῆς περ­φή­μου Μο­νῆς τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ, ἐ­πί τῶν ἡ­με­ρῶν τῆς ἡ­γου­με­νί­ας τοῦ ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου Ἀ­λυ­πί­ου Δη­μη­τρά­κη Ἐ­πι­φα­νί­ου.
Στὰ τέ­λη τοῦ 1822 ἔρ­χον­ται στὴ Σκό­πε­λο, ὅ­που καὶ ἡ ἔ­δρα τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς Σκιά­θου καὶ Σκο­πέ­λου καὶ ἐγ­κα­θί­σταν­ται στὸ κελ­λὶ ποὺ ἦ­ταν δί­πλα στὸν ἐ­νο­ρια­κὸ να­ὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Μερ­κου­ρί­ου. Ἐ­φη­μέ­ριος ἀ­να­λαμ­βά­νει ὀ πα­πα-Θα­λάσ­σιος, ὁ γνω­στὸς κι ἀ­πό τὸ θαῦ­μα τοῦ ἀ­γί­ου ποὺ ἀ­να­φέ­ρα­με πα­ρα­πά­νω,   ἐ­νῶ ἀρ­γό­τε­ρα, γύ­ρω στὰ 1825 χε­ρο­το­νεῖ­ται, ὁ μέ­χρι τό­τε δι­ά­κο­νος Μα­κά­ριος, σὲ ἰ­ε­ρο­μό­να­χο. Ἠ χει­ρο­το­νί­α μά­λι­στα γί­νε­ται στὸ με­τό­χι τῆς Μο­νῆς Δι­ο­νυ­σί­ου, τὴ Φα­νε­ρω­μέ­νη, γεί­το­να ἐ­νο­ρί­α μὲ τὸν Ἅ­γιο Μερ­κού­ριο καὶ τὸν Ἄ­γιο Νι­κό­λα­ο.
Ἡ δρα­στη­ρι­ό­τη­τα ποὺ ἀ­νἐ­πτυ­ξαν αὐ­τοὶ οἱ ζω­γρά­φοι εἶ­ναι ἄ­ξια προ­σο­χῆς, ἀ­φοῦ πολ­λὲς φο­ρη­τὲς εἰ­κό­νες, ἴ­σως καὶ τοι­χρα­α­φί­ες, ἦ­ταν ἡ πα­ρα­γω­γή τους. Τὴν πα­ρά­δο­ση τοῦ ἐρ­γα­στη­ρί­ου συ­νέ­χι­σε ὀ μο­να­χὸς Εὐ­θύ­μιος ἀ­πό τὴν Ἴμ­βρο, ὁ ὁ­ποῖ­ος μά­λι­στα δι­ε­τέ­λε­σε καὶ ψάλ­της στὴ Φα­νε­ρω­μέ­νη.
Ὅ­μως ἀ­φοῦ ἔ­γι­νε λό­γος γιὰ τὸν Ἅ­γιο Μερ­κού­ριο θὰ πρέ­πει νὰ θυ­μί­σου­με, πὼς ἐ­κεῖ κον­τὰ με­τό­χι εἶ­χαν δύ­ο ἀ­γι­ο­ρεί­τι­κες μο­νὲς, ἡ Μο­νὴ τοῦ Ξη­ρο­πο­τά­μου καὶ ἠ Μο­νὴ τῆς Με­γί­στης Λαύ­ρας. Μά­λι­στα, σύμ­φω­να μὲ τὶς πη­γὲς, τὸ με­τό­χι τῆς Ξη­ρο­πο­τά­μου εἶ­χε καὶ οἴ­κη­μα, στὸ ὁ­ποῖ­ο φι­λο­ξε­νοῦν­ταν οἱ πα­τέ­ρες ποὺ ἔρ­χον­ταν ἀ­πό τὸ μο­να­στή­ρι τους. Αὐ­τὸ φαἰ­νε­ται ὄ­τι συ­νέ­βαι­νε, ὅ­ταν βρί­σκον­ταν στὴ Χώ­ρα, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πέ­χει ἀρ­κε­τὰ ἀ­πό τὴ Γλώσ­σα, ὅ­που εἶ­χαν τὸ μι­κρὸ μο­να­στη­ρά­κι τῶν Τα­ξια­ρχῶν, ὡς κύ­ριο με­τό­χι τους.
Λί­γο πιὸ πέ­ρα ἀ­πό τὸν Ἅ­γιο Μερ­κού­ριο βρί­σκε­ται ἡ μι­κρὴ ἐκ­κλη­σί­α τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Ἐ­λευ­θε­ρώ­τριας, μί­α ἀ­πό τὶς ὠ­ραι­ό­τε­ρες ἐκ­κλη­σί­ες τῆς Σκο­πέ­λου. Πα­λι­ό­τε­ρα λε­γό­ταν «ἡ Πα­να­γί­α ἡ Ἐ­λευ­θε­ρώ­τρια στὸ μάρ­μα­ρο» καὶ ἦ­ταν με­τό­χι τῆς Μο­νῆς τοῦ Προ­δρό­μου, ὅ­πως καὶ ἡ γύ­ρω πε­ρι­ο­χή, δη­λα­δὴ δί­πλα, ὅ­που ἦ­ταν οἰ ἀ­πο­θῆ­κες τοῦ Ἀ­γρο­τι­κοῦ Συ­νε­ται­ρι­σμοῦ, ἴ­σως δὲ καὶ ἡ  ἀ­πέ­ναν­τι πε­ρι­ο­χή. Μά­λι­στα, κά­ποι­ο οἴ­κη­μα, ποὺ ὑ­πῆρ­χε σι­μὰ στὴν ἐκ­κλη­σί­α, προ­φα­νῶς τὸ κα­τά­λυ­μα, «τὸ κο­νά­κι» τῶν πα­τέ­ρων τοῦ Προ­δρό­μου ὅ­ταν κα­τέ­βαι­ναν στὴ Χώ­ρα καὶ δι­ε­νυ­κτέ­ρευ­αν, χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε γιὰ Ἑλ­λη­νι­κὸ Σχο­λεῖ­ο, ἐ­πί τῶν ἡ­με­ρῶν τῆς Σχο­λαρ­χεί­ας τοῦ Ἰ­ω­άν­νη Σφοί­νη. Ἀ­ξί­ζει δὲ νὰ ποῦ­με, πὼς στὴν πε­ρι­ο­χὴ ἐ­κεί­νη ἦ­ταν καὶ τὸ βα­φεῖ­ο ποὺ ἀ­νῆ­κε στὴ μο­νὴ τοῦ Ἀ­γί­ου Ρη­γί­νου, ἴ­σως δὲ καὶ τὸ ρα­κο­πω­λεῖ­ον ποὺ ἀ­νῆ­κε στὸν Και­σά­ριο Δα­πόν­τε., ἀλ­λὰ καὶ τὰ χα­σα­πω­λεῖ­α, ἴ­σως δὲ καὶ τὰ σφα­γεῖ­α τῆς ἐ­πο­χῆς.
Ἡ πε­ρι­ο­χὴ αὐ­τὴ, ὅ­που εἶ­ναι ὁ ἐ­λαι­ουρ­γι­κὸς Συ­ναι­τε­ρι­σμὸς πρέ­πει νὰ θυ­μί­σου­με πὼς ὑ­πῆρ­ξε τὸ πρῶ­το ἀ­γρο­κή­πιο τῆς Σκο­πέ­λου, πρὶν με­τα­φερ­θεῖ ἐ­κεῖ ποὺ εἶ­ναι σή­με­ρα τὸ Κέν­τρο Ὑ­γεί­ας καὶ τὰ Σχο­λεῖ­α, τὸ Γυ­μνά­σιο δη­λα­δὴ καὶ τὸ Λύ­κει­ο.
Προ­χω­ρών­τας, λοι­πόν. φθά­νου­με κι ἐ­κεῖ ὅ­που βρί­σκον­ται τὸ Κέν­τρο Ὑ­γεί­ας καὶ τὰ Σχο­λεῖ­α, Γυ­μνά­σιο καὶ Λύ­κει­ο.
Στὴν πε­ρι­ο­χὴ αὐ­τὴ, ὅ­πως προ­α­να­φέρ­θη­κε, στὰ 1894 καὶ με­τὰ, ὑ­πῆρ­χε τὸ πε­ρί­φη­μο Ἀ­γρο­κή­πιο, τὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­χε συ­στή­σει ἡ Γε­ωρ­γι­κὴ Ἑ­ται­ρεί­α Σκο­πέ­λου, μιὰ κο­ρυ­φαί­α δη­λα­δὴ πο­λι­τι­στι­κὴ καὶ οἰ­κο­λο­γι­κὴ ὁρ­γά­νω­ση ἐ­νερ­γῶν Σκο­πε­λι­τῶν, ποὺ νοι­ά­ζον­ταν γιὰ τὴν προ­κο­πὴ τῆς Γε­ωρ­γί­ας τοῦ νη­σιοῦ, ἀ­φοῦ ἐ­κεῖ καλ­λι­ερ­γούν­ταν δι­ά­φο­ρες ποι­κι­λί­ες δέν­τρων καὶ ἄλ­λων φυ­τῶν. Ἀ­ξί­ζει δὲ νὰ μνη­μο­νευ­τεῖ ἐ­δῶ τὸ ὄ­νο­μα τοῦ δω­ρη­τῆ τοῦ ἀ­γρο­κτή­μα­τος, τοῦ Δα­νι­ὴλ Μα­νω­λά­κη δη­λα­δὴ, γό­νου πα­λιᾶς Σκο­πε­λί­τι­κης ἱ­στο­ρι­κῆς οἰ­κο­γέ­νειας.Ὅ­πως ἀ­ξί­ζει νὰ μνη­μο­νευ­τεῖ καὶ τὸ ἑ­ξῆς: ὅ­τι τὸ Ἀ­γρο­κή­κιο ἀ­πο­τέ­λε­σε τὴ μή­τρα ὅ­που καλ­λι­ερ­γή­θη­κε ἡ πρώ­τη δα­μα­σκη­νιὰ, τοῦ τύ­που «ἀ­ζὲν» κι ἀ­πό κεῖ καὶ πέ­ρα ἁ­πλώ­θη­κε σ᾿ ὅ­λο τὸ νη­σὶ, γιὰ στη­ρί­ξει τὴν ἀ­γρο­τι­κή του οἰ­κο­νο­μί­α, με­τὰ τὴν ἀμ­πε­λουρ­γί­α ποὺ ἄρ­χι­σε νὰ φθί­νει…Ἕ­να ἀ­κό­μα ὄ­νο­μα ἀ­ξί­ζει νὰ μνη­μο­νευ­τεῖ ἐ­δῶ, τοῦ ἀ­ξι­ω­μα­τι­κοῦ Γε­ωρ­γί­ου Ἀ­ξε­ξάν­δρου Βα­λα­σα­μά­κη ποὺ ἔ­φε­ρε τὰ πρῶ­τα «κον­τύ­λια», δη­λα­δὴ τὰ ἐμ­βό­λια γιὰ νὰ με­τα­τρα­ποῦν οἱ δα­μα­σκη­νι­ὲς, τοῦ τύ­που ἁ­γι­ο­ρεί­τι­κα ( ξυ­νὰ),  στὴν πο­ικι­λί­α «ἀ­ζέν»  
Λί­γο πιὸ πέ­ρα δὲ, βρί­σκε­ται τὸ πε­ρι­καλ­λὲς καὶ ἱ­στο­ρι­κὸ μο­να­στή­ρι τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Ἐ­πι­σκο­πῆς, τὸ ὁ­ποῖ­ο πρῶ­τος με­λέ­τη­σε ὁ λη­σμο­νη­μέ­νος σή­με­ρα Σκο­πε­λί­της λό­γιος Νι­κό­λα­ος Ἰ. Γε­ωρ­γά­ρας, Γυ­μνα­σιά­ρχης στὸ Βό­λο καὶ πο­λὺ ἀρ­γό­τε­ρα, μὲ τὴ φρον­τί­δα τοῦ φι­λί­στο­ρος κα­θη­γη­τοῦ τῆς ζω­ο­τε­χνί­ας Ἰ­ω­άν­νου Δη­μη­τριά­δη καὶ τοῦ ἀ­δελ­φοῦ του Σω­τή­ριου Δη­μη­τριά­δη, δι­κη­γό­ρου, ὁ Ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὸς Ἀν­δρέ­ας Ξυγ­γό­που­λος. Πρό­κει­ται γιὰ ἔ­να ἀ­πό τὰ ση­μαν­τι­κὰ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὰ μνη­μεῖ­α τοῦ νη­σιοῦ μας μὲ ἰ­κα­νὴ ἰ­στο­ρί­α, ἀ­φοῦ στὰ χρό­νια τοῦ Ἀ­γώ­να ἐ­κεῖ φυ­λά­χτη­καν τὰ κει­μή­λια τῆς Ἁ­γι­ο­ρει­τι­κῆς μο­νῆς τοῦ Παν­το­κρά­το­ρος, ἀλ­λὰ καὶ δι­έ­με­ναν πρό­σω­πα μὲ ἱ­στο­ρί­α, ὅ­πως ὁ πρώ­ην Μη­τρο­πο­λί­της Σά­μου Θε­ο­δό­σιος. 
Προ­χω­ρών­τας πρὸς τὰ πά­νω, μέ­σω τῆς πε­ρι­φε­ρεια­κῆς ὁ­δοῦ, συ­ναν­τοῦ­με λί­γο πρὶν ἀ­πό τὸ Δη­μο­τι­κὸ Σχο­λεῖ­ο τὸ μο­να­στη­ρά­κι τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου «στοὺς Κή­πους», ποὺ ἵ­δρυ­σε ἠ ἀρ­χαί­α σκο­πε­λί­τι­κη οἰ­κο­γέ­νεια Ραυ­τά­κη, στὶς ἀρ­χὲς τοῦ 17ου αἰ. ἴ­σως καὶ πα­λαι­ό­τε­ρα. Τὸ ση­μαν­τι­κὸ μὲ τὸ μο­να­στη­ρά­κι αὐ­τὸ εἶ­ναι πὼς στὰ  κελ­λιά του, ἐ­ρεί­πια, δυ­στυ­χῶς, σή­με­ρα, φι­λο­ξε­νή­θη­κε τὸ 1828-29 τὸ πρῶ­το Ἑλ­λη­νι­κὸ Σχο­λεῖ­ο μὲ δα­σκά­λους τὸν Ἀ­στέ­ριο Φι­λίπ­που ἤ Φι­λιπ­πί­δη, ἀ­πό τὴ Γα­λά­τι­στα τῆς Χαλ­κι­δι­κῆς καὶ τὸν ἰ­ε­ρο­μό­να­χο Γρη­γό­ριο Μή­τα. Μά­λι­στα στὰ χρό­νια τῆς Ἐλ­λη­νι­κῆς Ἐ­πα­να­στά­σε­ως τὸ μο­να­στη­ρά­κι αὐ­τὸ εἶ­χε κα­τα­στεῖ ἐ­νο­ρί­α ἀ­πό τὸ πλῆ­θος τῶν πα­ροί­κων ποὺ δι­έ­με­ναν ἐ­κεῖ τρι­γύ­ρω. Δὲ γνω­ρί­ζου­με ἄν ὁ Ἀ­στέ­ριος Φι­λίπ­που δί­δα­κε ἐ­κεῖ καὶ τὸ 1825, ὅ­πως ἐ­πί­σης καὶ ὁ ἄλ­λος δά­σκα­λος, ὁ ἱ­ε­ρο­δι­ά­κο­νος Δι­ο­νύ­σιος ἀ­πό τὴν Εὔ­βοι­α, ποὺ εἶ­χε ἰ­δι­ω­τι­κὸ Σχο­λεῖ­ο.  Νὰ εἶ­ναι, ἄ­ρα­γε, τυ­χαῖ­ο τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι ἐ­κεῖ δί­πλα εἶ­χε κτι­στεῖ τὸ πε­ρι­καλ­λὲς Δη­μο­τι­κὸ Σχο­λεῖ­ο ἀ­πό τὴ δω­ρε­ὰ τοῦ εὐ­ερ­γέ­τη Ἀν­δρέ­α Συγ­γροῦ, τὸ ὁ­ποῖ­ο στε­φά­νω­νε τὴ Χώ­ρα;
Πη­γαί­νον­τας πρὸς τὸ κέν­τρο τῆς Χώ­ρας, λί­γο πρὶν φτά­σου­με στὰ ὀ­νο­μα­στὰ «Σο­φα­δά­κια» συ­ναν­τοῦ­με τὴν ἐ­νο­ρια­κὴ ἐκ­κλη­σί­α τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Φα­νε­ρω­μέ­νης, τῆς τοῦ Ἀ­κα­θί­στου, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει ἡ μαρ­μά­ρι­νη ἐ­πι­γρα­φὴ ποὺ ὑ­πάρ­χει στὸ ὑ­πέρ­θυ­ρο τῆς κεν­τρι­κῆς εἰ­σό­δου.
Με­τό­χι πα­λαι­ό­τε­ρα τῆς Ἁ­γι­ο­ρει­τι­κῆς Μο­νῆς τοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου ὐ­πῆρ­ξε ἡ Φα­νε­ρω­μέ­νη, ὔ­στερ᾿ ἀ­πὸ θαῦ­μα δὲ  κτί­στη­κε ἀ­πό τὸν Πα­χώ­μιο ἱ­ε­ρο­μό­να­χο τὸν Δι­ο­νυ­σιά­τη, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὐ­πῆρ­ξε γό­νος τῆς ὀ­νο­μα­στῆς οἰ­κο­γέ­νειας τῶν Γε­ραρ­δέ­ων τῆς νή­σου Πά­ρου. Μά­λι­στα, ἄν προ­σέ­ξου­με καλύτερα τῆν ἐκκλησία θὰ πα­ρα­τη­ρή­σου­με πὼς τὰ θυ­ρώ­μα­τα τῆς κεν­τρι­κῆς εἰ­σό­δου τῆς Φα­νε­ρω­μέ­νης εἶ­ναι ὅ­μοι­α μὲ ἐ­κεῖ­να τοῦ Ἁ­γί­ου Κων­σταν­τί­νου Πα­ροι­κιᾶς τῆς Πά­ρου, κά­τι ποὺ ἀ­σφα­λῶς ὐ­πο­νο­εῖ τὴν πα­ρου­σί­α πα­ρια­νῶν μα­στό­ρων στὴ Χώ­ρα,  στὶς ἀρ­χὲς τοῦ 18ου αἰ., οἱ ὁ­ποῖ­οι δού­λε­ψαν ὄ­χι μό­νο στὴν ἐκ­κλη­σί­α αὐ­τὴ μὰ καὶ στὰ μο­να­στή­ρια Εὐ­αγ­γε­λι­σμὸς καὶ Πρό­δρο­μος.
Ὅ­ταν, λοιπόν, ἡ Φα­νε­ρω­μέ­νη ἦ­ταν με­τό­χι τῆς Δι­ο­νυ­σί­ου, στὴν πε­ρι­ο­χὴ γύ­ρω ἀ­πό τὴν ἐκ­κλη­σί­α ὑ­πῆρ­χαν κελ­λιὰ, ἕ­να ἀ­πό τὰ ὁ­ποῖ­α χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε καὶ γιὰ Σχο­λεῖ­ο μου­σι­κῆς στὰ 1823, ἐ­νῶ τὸ πε­ρι­βό­λι πί­σω ἀ­πό τὸ να­ὸ ἦ­ταν τὸ κοι­μη­τή­ριο. Ἡ πλατεία δὲ ἦταν γνωστή, ὡς «ἡ πλάτζα τῆς Φανερωμένης». Μάλιστα, ὑπῆρχε καὶ δρομάκι ποὺ ἀπό τὴν πλατεία ἔφθανε μέχρι τὸν ἀποκάτω δρόμο, αὐτὸν δηλαδὴ ποὺ ὁδηγεῖ στὸ Λαογραφικὸ Μουσεῖο.
Μέ­σα στὴν ἐκ­κλη­σί­α τῆς Φανερωμένης τώρα, ὑ­πάρ­χουν μί­α με­γά­λη εἰ­κό­να καὶ ἕ­νας ἐ­πί­σης με­γά­λος σταυ­ρὸς ἀ­πό τέμ­πλο, τὰ ὀ­ποῖ­α ἔ­χουν το­πο­θε­τη­θεῖ στὸν βό­ρει­ο τοῖ­χο. Αὐ­τὰ, λοι­πὸν, τὰ ἔ­φε­ραν ἀ­πό τὸ Μω­ριά, ἄ­γνω­στο ἀ­πό ποι­ὸ μέ­ρος, κά­ποι­οι Μω­ρα­ΐ­τες, ποὺ ἦ­λαν στὸ νη­σὶ στὰ μέ­σα τοῦ 18ου αἰ. Ἕ­να ἄλ­λο ση­μαν­τι­κὸ στοι­χεῖ­ο ποὺ πρέ­πει νὰ μνη­μο­νευ­τεῖ εἶ­ναι ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ ἠ­γου­μέ­νου τῆς Δι­ο­νυ­σί­ου Στε­φά­νου ἰ­ε­ρο­μο­νά­χου μα­ζὶ μὲ ἄλ­λους πα­τέ­ρες ἐ­κεῖ, πρῶτα τὸ 1822 καὶ με­τὰ τὸ 1830. Με­τα­ξὺ δὲ αὐ­τῶν ποὺ ἔ­φε­ραν μα­ζὶ τους οἱ πετέρες αὐτοί, ἦ­ταν καὶ ἡ ἀ­γί­α δε­ξιὰ τοῦ Τι­μί­ου Προ­δρό­μου, τὸ τι­μαλ­φέ­στε­ρο ί­ε­ρὸ λεί­ψα­νο τῆς Δι­ο­νυ­σί­ου.
Κι ἀ­φοῦ ἔ­γι­νε λό­γος γιὰ τὴν πα­ρου­σί­α κά­ποι­ων προ­σώ­πων στὴ Φα­νε­ρω­μέ­νη, κα­λὸ εἶ­ναι νὰ θυ­μί­σου­με πὼς τὸ 1834 ἦλ­θε ὠς πά­ροι­κος στὴ Σκό­πε­λο ὁ Μη­τρο­πο­λί­της πρ. Νύσ­σης Ἰ­ω­σήφ. Ὁ ἐν λό­γω Ἐ­πί­σκο­πος ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε στὴ Φα­νε­ρω­μέ­νη καὶ μὲ τὴ βο­ή­θεια τοῦ ἀ­δελ­φοῦ του Ζαμ­πέ­λη, ἀλ­λὰ καὶ τῶν τό­τε ἐ­πι­τρό­πων τοῦ να­οῦ, ἀ­να­καί­νι­σε τὴ Φανε­ρω­μέ­νη στὰ 1850.
Τέ­λος ἔ­να ἄλ­λο ση­μαν­τι­κὸ ἱ­στο­ρι­κὸ στοι­χεῖ­ο εἶ­ναι ἡ πα­ρου­σί­α ἐ­κεῖ τοῦ βα­σι­λέ­ως Ὄ­θω­νος, ὁ ὁ­ποῖ­ος πα­ρέ­στη σὲ δο­ξο­λο­γί­α ποὺ ἔ­γι­νε πρὸς τι­μὴν του, ὅ­ταν ἐ­πι­σκέ­φτη­κε τὴ Σκό­πε­λο τὸ 1841.καὶ τὰ ἄλλα νησιἀ.
Ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πό τὴ Φα­νε­ρω­μέ­νη, ἐ­κεῖ ποὺ εἶ­ναι τὸ νη­πι­α­γω­γεῖ­ο ὑ­πῆρ­χε τὸ πε­ρι­καλ­λὲς κτί­ριο τοῦ Κοι­νοῦ τῆς Σκο­πέ­λου, τῆς κοινοτικῆς διοίκησης δηλαδὴ στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας.  ὅ­πως γρά­φει κι ἡ μαρ­μά­ρι­νη πλά­κα ποὺ ἔ­χει το­πο­θε­τη­θεῖ, τῆς Καν­τζιλ­λα­ρεί­ας ἤ Δη­μο­γε­ρον­τί­ας καὶ φυ­σι­κὰ τῆς  Δη­μαρ­χί­ας. Ἐ­κεῖ δὲ πρέ­πει νὰ στε­γά­ση­κε ἠ Βου­λὴ καὶ ἡ Ἐ­φο­ρεί­α, ἴ­σως δὲ καὶ τὸ Γρα­φεῖ­ο τοῦ Νο­τα­ρί­ου κι ἀρ­γό­τε­ρα Δη­μο­σί­ου Μνή­μο­νος. Λί­γο πιὸ πέ­ρα δὲ ὐ­πάρ­χει τὸ πα­λιὸ ἀρ­χον­τι­κὸ τοῦ Γώ­γου Σκεν­τε­ρά­νη
Προ­χω­ρών­τας ἀ­πό τὴ Φα­νε­ρω­μέ­νη πρὸς τὰ κά­τω, πρὸς τὴ με­ριὰ τῆς πα­ρα­λί­ας συ­ναν­τοῦ­με τὰ με­γά­λα ἀρ­χον­τι­κὰ σπί­τια τῶν Μπο­νο­φᾶ, Σί­σκου, Σκεντεράνη κ.. α.

Βα­δί­ζον­τας τώ­ρα πρὸς τὸ κέν­τρο τῆς Χώ­ρας συ­ναν­τοῦ­με τὰ «Σο­φα­δά­κια» τὴν πα­λιὰ κεν­τρι­κὴ ἀ­γο­ρὰ τῆς Σκο­πέ­λου. Ἄ­ρα­γε, διερωτπαται κανεὶς,για­τὶ πῆ­ρε αὐ­τὴ τὴν ὀ­νο­μα­σί­α;  Μή­πως ἀ­πό τοὺς σο­φά­δες, τὰ μι­κρὰ καὶ χα­μη­λὰ δη­λα­δὴ στρογ­γυ­λὰ τρα­πε­ζά­κια, στὰ ὁ­ποῖ­α το­πο­θε­τοῦ­σαν τὰ ἐμ­πο­ρεύ­μα­τά τους οἱ κα­τα­στη­μα­τάρ­χες; Για­τὶ ὑ­πάρ­χουν μνεῖ­ες κα­τα­στη­μά­των ποὺ που­λοῦ­σαν πα­στά, ……
Λί­γο πιὸ πέ­ρα ἀ­πὸ τὰ Σο­φα­δά­κια, στὸ σταυ­ρο­δρό­μι ποὺ πη­γαί­νει πρὸς τὸν Ἅ­γιο Μι­χα­ὴλ καὶ πρὸς τὰ πά­νω, πρὸς τὸν Ἁ­η-Γιά­ννη, ὑ­πάρ­χει τὸ ἀ­να­και­νι­σμέ­νο σπί­τι τοῦ Δημ. Τρι­αν­τα­φύλ­λου, πα­λι­ό­τε­ρα τῆς οἰκογένειας Δουλιδη, στὸν ἀ­να­το­λι­κὸ τοῖ­χο τοῦ ὁποί­ου ὑ­πῆρ­χε ἐ­πι­γρα­φὴ γραμμένη ἀ­πό τὸν ¨Ελληνοδιδάσκαλο Ἀστέριο Φιλίππου ἤ Φιλιππίδη, ποὺ ἔ­λε­γε τὰ ἐ­ξῆς: «Βαβαὶ, τὶ τοῦτο; ἔστιν ἐκ βόθρου ρύπων οὕτως ἀγλαόν ἐκθορεῖν αἴφλης δόμον...κ.λ.π. 1824»
 Πάν­τως πρε­πει νὰ ἀ­να­φερ­θεῖ πὼς τὰ ὄμ­βρια ὕ­δα­τα, τὰ ὁ­ποῖ­α κα­τέ­βαι­ναν στὴ θά­λασ­σα, μα­ζὶ μὲ τὰ ὐ­πό­λοι­πα λήμ­μα­τα, τὰ ἔ­στελ­νε στὴ θἀ­λασ­σα αὐ­τὸς ὀ ἀ­γω­γὸς, ποὺ ἔ­γι­νε μὲ μέ­ρι­μνα τοῦ τό­τε Δη­μάρ­χου καὶ μὲ τὴ συμβολὴ τοῦ μη­χα­νι­κοῦ Κωνσταντίνου Ρεμ­πα­κη.
Στὴ συ­νέ­χεια συ­ναν­τοῦ­με τὸν ἄλ­λο πε­ρι­καλ­λῆ να­ὸ τῆς Σκο­πέ­λου καὶ μέ­χρι τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου  αἰ ἐ­νο­ρια­κὴ ἐκ­κλη­σί­α, τὸν Ἅ­γιο Μι­χα­ὴλ ἐ­πί­σκο­πο Συ­νά­δων.   
Ὀ ναὸς αὐτὸς ἰδρύθηκε ὕστερ᾿ ἀπό ἀπό θαῦμα  ποὺἔγινε στὴ Σκόπελο τὸν καιρὸ τῆς Ἀρχιερατείας τοῦ ἐπισκόπου Σκιάθουκαὶ Σκοπέλου Μητροφάνους, ἀρχὲς δηλαδὴ τοῦ 17ου αἰ.
Εἶχε πέσει, λέει τὸ ἱστορικὸ, ἀρρώστια στ᾿ ἀμπέλια, ποὺ ἦταν γιὰ τὸ νησὶ τὸ κύριο προϊόν, τὸ ὁποῖο, μαζὶ μὲ τὴν ἐμπορικὴ ναυτιλία, συνέδραμε τὴν οἰκονομία του. Τότε λοιπὸν οἱ προεστοὶ καὶ ὁ κλῆρος ἀποφάσισαν νὰ ζητήσουν, τὴν   ἔλευση  ἀπό τὴ Μεγίστη Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ὄρους τῆς κάρας τοῦ Ἁγίου Μιχαὴλ ἐπισκόπου Συνάδων, κάτι ποὺ εὐχαρίστως δέχτηκαν οἱ Λαυριῶτες. Ἡ θαυματουργὸς ἐπέμβαση τοῦ Ἁγίου εἶχε ὠς ἀποτέλεσμα τὴν ἀνάσχεση τῆς ἀσθένειας ποὺ προσέβαλλε τ᾿ ἀμπέλια καὶ τὴν ἀνέγερση τοῦ περικαλλοῦς ναοῦ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀγίου Μιχαὴλ ἀπό εὐγνωμοσύνη.
Στὸ ναὸ αὐτὸ τελέστηκε ἡ πρώτη δοξολογία τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1828 γιὰ τὴν ἀρχὴ τῆς λειτουργίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Σχολέίου κ.λ.π. Δίπλα  δὲ στὸ ναὸ ἦταν τὸ μετόχι τοῦ Παναγίου Τάφου, οἱ Ἅγιοι Πάντες, ἀπό τὸ ὁποῖο σώζονται μόνο οἱ εἰκόνες μέσα στὸ ναὸ τοῦ Ἁγ. Μιχαήλ.  Τὸ οἴκημα δὲ ποὺ ὑπῆρχε μέσα στὸν κῆπο τοῦ χρησιμοποιήθηκε ὡς Σχολεῖο τὸ 1828 καὶ μετά.

( Τὸ Β΄ μέρος σὲ ἄλλη συνέχεια) π. Κων. Ν. Καλλιανός




 Ευχαριστούμε πολύ την σελίδα "Η Σκόπελος μέσα στον χρόνο" για το φωτογραφικό υλικό που μας έδωσε.


Κοινοποίηση