Facebook Instagram Twitter YouTube

Recent

Διαφημίσεις

Δευτέρα 9 Μαρτίου 2015

Ἀπ᾿ ὅσα θυμᾶμαι...


                                                       Οἱ ξεχασμένες λέξεις
                                       (Στὴν ἱερὴ μνήμη τῆς γιαγιᾶς μου Σοφίας)

Ὅταν ἕνα πρόσωπο ἀναχωρήσει ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, μαζί του παίρνει καὶ ἕνα  πολύτιμο φορτίο ἀπὸ συμπεριφορὲς καὶ βιώματα ποὺ  κληρονόμησε ἀπὸ τοὺς προγόνους του, καὶ μᾶς τὰ πρόοσφερε ὅπως εἶχε χρέος καὶ μπόρεσε κι ὕστερα ἀναχώρησε.
Ἐμεῖς τώρα, ὅλ᾿ αὐτά,  ἴσως νὰ μὴν τὰ προσέξαμε ὅσο ἔπρεπε, ἴσως πάλι νὰ μὴ μᾶς χρειάζονταν,  καὶ τὰ ξεχάσαμε ἤ τ᾿ ἀφήσαμε νὰ γίνουν μουσειακὰ ἀντικέιμενα. Πάντως,πάψαμε νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε. Ἔτσι, χάθηκαν πολλὰ ἤ καὶ λησμονήθηκαν, ὅπως ἐκεῖνοι. Μόνο κάποιοι νοσταλγοί, ἐλάχιστοι πάντα τὰ ἀναζητοῦν καὶ τὰ θυμοῦνται, μέχρι νἄρθει κι ἡ δικιά τους ἡ σειρὰ νὰ  τὰ πάρουν μαζί τους, ὅταν ἀναχωρήσουν ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν.
Γιατὶ ἡ κάθε ξεχασμένη  λέξη ποὺ χρησιμοποιοῦσαν ἐκεῖνοι οἱ ἀγράμματοι  στὴν πλειονότητά τους χωρικοί, πλὴν ὅμως σοφοί, δὲν ἦταν ἁπλῶς μιὰ σειρὰ γραμμάτων ποὺ τὴν ἔντυναν μὲ τὴ μουσικότητα τοῦ λόγου, ἀλλὰ πρωτίστως βίωμα, καθάριο, ὅπως τὸ δροσερὸ νερὸ ποὺ χαριτώνει τὴν ψυχή. Κάποιες ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς λέξεις, λοιπόν,  ξαναθυμήθηκα καὶ τὶς παρουσιάζω, καθὼς στὸ νοῦ μου ἔρχεται ἡ μακαρίτισσα ἠ γιαγιά μου Σοφία, ἐντελῶς ἀγράμματη, ὡστόσο τόσο σοφή, νοικοκυρεμένη καὶ ἄριστη στὴν συμβουλευτικὴ τέχνη.
«Ζήσεις, χρουνίσεις...» ἔλεγε, νὰ ἐκτιμᾶς τὰ χτήματα, τὴ γῆ.
«Νὰ ἔχ[ει]’ς ἀρναμοὺστ» ( φιλότιμο δηλ.), συμβούλευε πάντα καὶ συνέχιζε «Τοὺ χαρτί σ᾿ κι τὰ μάτια σ᾿ δέκα» Χαρτὶ ἔλεγε τὸ βιβλίο. Ἐπίσης, ὅταν τρώγαμε ἔλεγε: «Ὅτ᾿ δίν᾿ οὑ Θιός Νὰ μὴν εἶσι τζιτζιλόμ’ς (μίζερος) στοὺ φαΐ.».
Ἀκόμα εὐχόταν «τν’ηὐχὴν κι ἀπ᾿ τὰ δέκα μ᾿ νύχια» ἤ  «στὰ ὄρ᾿ στὰ βνὰ στὰ βύθ᾿ τ᾿ θαλάσσ’» νὰ πᾶνε τὰ κακά.
Ἐπίσης χρησιμοποιοῦσε λέξεις περίεργες γιὰ νὰ ἐξηγήσει αὐτὸ ποὺ ἡ ἴδια εἶχε βιώσει. Ἔτσι ἔλεγε «παρὸν» τὸ  δικαστήριο καὶ «μπαμαπαφίκου» τὸ ὑψηλότερο σημεῖο τοῦ ἀνηφορικοῦ χτήματος.  Ἐπίσης ὀνόμαζε «μουσκουλούρδου» (μοσχολούλουδο) τὸ χαμομήλι καὶ «παραστιὰ» ( τὸ ἀρχαῖο δηλ. «παρὰ τὴν ἑστίαν) τὸ τζάκι, ἐνῶ, ὅταν ἦταν στενοχωρημένη ἔλεγε «τοὺ μπάμπαλου δὲν ἔβαλα στοὺ στόμα μ’» ἤ, ὅταν κάποιος ἔλεγε πολλὰ καὶ κατηγοροῦσε συνάμα, ἀναφερε: «Εἴπι ντ᾿ μπάπα κι τ᾿ἁλών(ι) κι ἀπόσουσι...».
 Ἀκόμα, ὅταν ἤθελε νὰ προσδιορίσει τὸ χτῆμα της, ποὺ βρισκόταν πάνω ἀπὸ τὸ χωριό, ἔλεγε: «Νά, ἰδῶ σαπάν» ( δηλ. ἐδῶ,  πρὸς τὰ πάνω), ἤ ἄν ἀναφερόταν στὴν ἐποχή μας ἔλεγε: «Ἰσείς, τ᾿ νοῦ τ᾿ γκιροῦ» ( ἐσεῖς τοῦ νέου καιροῦ).  Κι ἄλλα πολλά, τὰ ὁποῖα δυστυχῶς δὲν μπόρεσα νὰ τὰ ταμιεύσω ὅλα, γιατὶ κάποτε ὅλες αὐτὲς τὶς λέξεις ἤ τὶς φράσεις τὶς θεωροῦσα ἀπολίτιστα καὶ παρακατιανά ζητήματα. Σήμερα ὅμως ποὺ κατἀλαβα τὴν ἀξία τους,  τὰ ἀναζητῶ, ὅπως ἀναζητοῦμε τὰ παλιὰ τὰ πράγματα.  Ὅπως ἀναζητοῦμε καὶ τὰ πρόσωπα, ποὺ ζοῦσαν καὶ χαίρονταν τὴ κάθε λέξη, γιατὶ ἦταν ἀπόλυτα ταυτισμένη μὲ τὸν ψυχισμό τους.
Στὶς μέρες μας,  ποὺ οἱ περισσότερες λέξεις ἤ φράσεις ἀπὸ τὶς παραπάνω λησμονήθηκαν, ἀναρωτιέμαι τὶ θὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ θὰ παραδώσουμε κληρονομιὰ στὶς νεώτερες γενιές.
 
   π. Κων. Ν. Καλλιανός
Κοινοποίηση